παιδογαμία

παιδογαμία
η
βιολ. τύπος αυτογαμίας που παρατηρείται σε ορισμένα πρωτόζωα, στα οποία υπάρχει αμοιβαία γονιμοποίηση γαμετών οι οποίοι προέρχονται από τον ίδιο γαμόντη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. p(a)edogamy (< παῖς, παιδός + -γαμία < -γαμος < γάμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”